- μακροπορία
- η (Α μακροπορία) [μακρόπορος]μεγάλη πορεία, μακρύς δρόμος, μακρινό ταξίδι («ἔχει μακροπορίαν ὁ παρὰ γῆν πλοῡς», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακροπορίαν — μακροπορίᾱν , μακροπορία long detour fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)